εκτόμηση

εκτόμηση
η
εξαγωγή με τομή (εκτομή) γεννητικών οργάνων (ανδρών, γυναικών ή ζώων), ευνουχισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτόμηση — η (ιατρ.), μουνούχισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • εκτομίας — ο (Α ἐκτομίας) αυτός που υπέστη εκτόμηση, ευνουχισμένος, ευνούχος, μουνουχισμένος …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — η 1. η αποκοπή, το κόψιμο. 2. (ιατρ.), η χειρουργική αφαίρεση οργάνου, μέλους ή όγκου του σώματος. 3. εκτόμηση (βλ. λ.). 4. το άνοιγμα που δημιουργείται από την εκτομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”